αγαργάλιστος

αγαργάλιστος
και αγαργάλητος -η, -ο (Α ἀγαργάλιστος, -ον) [γαργαλίζω]
αυτός που δεν γαργαλήθηκε ή δεν επηρεάζεται από το γαργάλημα για να γελάσει
αρχ.
αυτός που δεν υποκύπτει στον πειρασμό, που δεν σκανδαλίζεται, ο ανεπηρέαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαργάλιστος, -η — ο και αγαργάλητος, η, ο εκείνος που δε γαργαλιέται ή δεν τον γαργάλησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαργάλητος — η, ο [γαργαλώ] βλ. αγαργάλιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”